- φτιάσιμο
- φτιάσιμο, το και φκιάξιμο, το και φτιάξιμο, τοη κατασκευή, η επισκευή, η επιδιόρθωση, η καλυτέρευση: Το φτιάσιμο της πίτας. – Το φτιάσιμο του ρολογιού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.