φτιάσιμο

φτιάσιμο
φτιάσιμο, το και φκιάξιμο, το και φτιάξιμο, το
η κατασκευή, η επισκευή, η επιδιόρθωση, η καλυτέρευση: Το φτιάσιμο της πίτας. – Το φτιάσιμο του ρολογιού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φκιάσιμο — το βλ. φτιάσιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φτιάξιμο — το βλ. φτιάσιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φτιάση — φτιάση, η και φτιασιά, η και φκιάση, η και φκιασιά, η το φτιάσιμο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φτιαστικά — φτιαστικά, τα και φτιαχτικά, τα η αμοιβή για το φτιάσιμο (βλ. λ.), τα έξοδα για την επιδιόρθωση, τα επιδιορθωτικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”